ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… … Dictionary of Greek
κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… … Dictionary of Greek
οξίμη — η συν. στον πληθ. οι οξίμες χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων που αποτελούν προϊόντα συμπύκνωσης μιας καρβονυλικής ένωσης, δηλαδή μιας αλδεΰδης ή μιας κετόνης ή μιας κινόνης με υδροξυλαμίνη και είναι, γενικά, στερεά σώματα με… … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδροξυλαμμώνιο — το, Ν χημ. ονομασία κατιόντος που εμφανίζεται στον χημικό τύπο τών αλάτων που παρέχει η υδροξυλαμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hydroxylammonium] … Dictionary of Greek
υπονιτρώδης — ες / ὑπονιτρώδης, ῶδες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «υπονιτρώδη άλατα» χημ. τα άλατα τού υπονιτρώδους οξέος β) «υπονιτρώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού αζώτου που παρασκευάζεται κατά την επίδραση νιτρώδους οξέος στην υδροξυλαμίνη ή κατά την αναγωγή … Dictionary of Greek
φαινυλυδροξυλαμίνη — η, Ν χημ. μονοκυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, φαινυλοπαράγωγο τής υδροξυλαμίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylhydroxylamine < phenyl (βλ. φαινύλιο) + hydroxylamine «υδροξυλαμίνη»] … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
καρβόνη — Ακόρεστη τερπενική κετόνη, του τύπου C10H14O. Είναι άχρωμο έως ελαφρώς κίτρινο υγρό, με οσμή κύμινου, ενώ έχει σημείο τήξης 62°C και σημείο βρασμού 228°C. Η L μορφή της κ. είναι ελάχιστα διαδεδομένη στη φύση, αλλά η d μορφή της βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek